- ευχωλή
- εὐχωλή, ἡ (Α)(επικ. τ.)1. ευχή, δέηση, τάξιμο, υπόσχεση για θυσία ή αφιέρωση2. μεγαλαυχία, κομπορρημοσύνη3. αιτία για καυχησιολογία, καμάρι4. θριαμβευτική επιφώνηση («εὐχωλὴ πέλεν ἀνδρῶν ὀλλύντων τε καὶ ὀλλυμένων», Ομ. Ιλ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < ευχ-ωλή < εύχομαι. Για την κατάλ. -ωλή (< ΙΕ *-lο-) βλ. -ηλός].
Dictionary of Greek. 2013.